Λήμνος

Το νησί και η οινική του ιστορία

Από τους λίγους τόπους στην Ελλάδα που παραμένουν αυθεντικοί, η πολυδιάστατη μυθική πατρίδα του Ηφαίστου και αγαπημένη γη του Ομήρου ήταν και παραμένει ένα σταυροδρόμι πολιτισμών και ανθρώπων.

Η Λήμνος, το όγδοο μεγαλύτερο νησί της Ελλάδας, βρίσκεται στο κέντρο του Β. Αιγαίου, ανάμεσα στη Λέσβο, τη Σαμοθράκη, την Ίμβρο και τον Άγιο Ευστράτιο. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η Μύρινα, παίρνοντας το όνομά της από την κόρη του βασιλιά της Ιωλκού Κρηθέα και σύζυγο του πρώτου μυθικού βασιλιά της Λήμνου, Θόαντα.

Ηφαιστειογενές, με δαντελωτή ακτογραμμή, δίχως δάση αλλά με εκτεταμένες και ιδιαίτερα εύφορες πεδιάδες, το νησί φιλοξενεί περίπου 16.000 μόνιμους κατοίκους οι οποίοι ασχολούνται με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και την αλιεία, αλλά και με τον τουρισμό και το εμπόριο.

Με ιστορία άρρηκτα συνδεδεμένη με το αμπέλι και το κρασί, η αμπελοοινική Λήμνος είναι γνωστή από τον Όμηρο ο οποίος στην Ιλιάδα του, μας αναφέρει ότι με Λημνιό κρασί ευφραίνονταν οι Αχαιοί όσο βαστούσε η πολιορκία της Τροίας. Αναφορές στη λημνίαν άμπελον βρίσκει κανείς στην Ειρήνη του Αριστοφάνη και στο Ονομαστικόν του Πολυδεύκη. Έκτοτε και μέχρι των ημερών μας, το κρασί, πλάι στα σιτηρά, δεν έπαψε να συγκαταλέγεται σταθερά στα κύρια προϊόντα του νησιού, με ικανό πλεόνασμα για εξαγωγές.

Οι πρώτες αξιόπιστες και εμπεριστατωμένες μαρτυρίες σχετικά με τους αμπελώνες και το ύψος παραγωγής του κρασιού στη Λήμνο, αναγόμενες στα υστεροβυζαντινά χρόνια (1261 – 1453), αφορούν τα μοναστηριακά κτήματα, κυρίως τα μετόχια των μονών του Αγίου Όρους.

Από σουλτανικά διατάγματα κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, σχετικά με τις φορολογικές επιβαρύνσεις των κατοίκων του νησιού αλλά και από κείμενα ταξιδιωτών και γεωγράφων 15ου αιώνα μπορεί κανείς να διακρίνει τη σημασία του κρασιού για την οικονομία και το εμπόριο του νησιού καθώς και την ποιότητα του.

Φτάνοντας στο 1920, κάνει την εμφάνιση του το πρώτο οινοποιείο, εκείνο του Ζαβαλάκη, με εντελώς σύγχρονες για την εποχή του εγκαταστάσεις. Διέθετε σπαστήρα, τεράστιες δεξαμενές και βαρέλια των 20 – 30 τόνων, αποστακτήρες για τσίπουρο και μηχανήματα εμφιάλωσης. Η επιλογή των πεδίων για το φύτεμα αμπελώνων καθώς και οι οινοπαρασκευαστικές μέθοδοι ακολούθησαν τις υποδείξεις Γάλλου οινολόγου – αμπελουργού, τον οποίο ο Ζαβαλάκης είχε καλέσει στο νησί επί τούτου. 

Η παραγωγή είχε επικεντρωθεί κυρίως στο λευκό οίνο, με την παρασκευή ακόμη και αφρώδους. Επί κατοχής το πρώτο εκείνο οινοποιείο λειτούργησε υπό την εποπτεία των Γερμανών. Αμέσως μετά την απελευθέρωση ο Ζαβαλάκης εγκατέλειψε την επιχείρηση. Γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1950 ακολούθησαν κι άλλες λιγότερο φιλόδοξες ιδιωτικές πρωτοβουλίες.

Με την ίδρυση του μεγάλου οινοποιείου της τότε Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών Λήμνου στη Μύρινα, γύρω στο 1960 το φημισμένο λημνιό κρασί περνά πια στη νέα του εποχή.

Ταυτόχρονα με τις κινήσεις αυτές, οι κάτοικοι του νησιού πολύ πριν την ίδρυση και λειτουργία οργανωμένων οινοποιητικών εγκαταστάσεων, είχαν αναπτύξει ιδιαίτερες τεχνικές οινοποίησης αλλά και μεταφοράς του κρασιού.

Σε ιδιωτικό πλαίσιο μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960, η προετοιμασία του βαρελιού, προκειμένου να δεχτεί το καινούργιο κρασί, ήταν σύνθετη: αφαιρούσαν την παλιά οινολάσπη ή ουλιά, πλένοντάς το καλά δύο-τρεις φορές με νερό, μέσα στο οποίο έριχναν μικρά χαλίκια, ενώ, στη συνέχεια, για την αποτελεσματικότερη απολύμανσή του, έκαιγαν στο εσωτερικό του θειαφοκέρια (χοντρές κλωστές διαποτισμένες με διάλυμα θειαφιού, που τις κρεμούσαν από την επάνω μεγάλη τρύπα του).

Η όλη προετοιμασία έκλεινε με το στυφάρισμα: έπλεναν το βαρέλι με ζεματιστό, αυτήν τη φορά, νερό, μέσα στο οποίο έριχναν δεντρολίβανο, φύλλα κυδωνιάς, φλισκούνι, θυμάρι και βασιλικό. Μ’ αυτό τον τρόπο, προσέδιδαν στα βαρέλια, αλλά και στο ίδιο το κρασί, όλες αυτές τις χαρακτηριστικές ευωδιές.

Παράλληλα με αυτούς τους παραδοσιακούς τεχνοτρόπους στην παρασκευή κρασιού, ασκούνταν πλατιά σε τρία γειτονικά χωριά, στο μέσον περίπου του νησιού, στο μυχό του Κόλπου του Μούδρου – Ρεπανίδι – Ρωμανού και Βάρος – μια ιδιότυπη πρακτική που αφορά κυρίως τη μορφή και το χαρακτήρα των οινοπαρασκευαστικών εγκαταστάσεων καθώς επίσης την χωροταξική τους διευθέτηση: πρόκειται για υπόγειες λαξευμένες στο μαλακό φυσικό βράχο ευμεγέθεις πιθαρόσχημες κοιλότητες (γνωστές ως “γούβες)”που απαντούν κατά κανόνα σε πυκνές συστάδες στα χωριά Ρεπανίδι και Ρωμανού, ενώ στο Βάρος το κάθε σπιτικό έχει συνήθως τη δική του εγκατάσταση στο άμεσο περιβάλλον του. Οι εκτεταμένοι κοινοτικοί χώροι με τις πολυάριθμες κοιλότητες είναι μέχρι και σήμερα γνωστοί με την ονομασία “τσγούβες”.


Οι πιθαρόσχημες κοιλότητες, με την χωρητικότητα τους να ποικίλλει από περίπτωση σε περίπτωση, χρησίμευαν εν μέρει και ως πατητήρια, κυρίως όμως για τη συγκέντρωση και φύλαξη του γλεύκους όσο διαρκούσε η ζύμωση.

Η σύνθλιψη της μεγάλης ποσότητας των σταφυλιών γινόταν πλάι στις γούβες, είτε μέσα σε μεγάλους ξύλινους κάδους που τους μετέφεραν επί τούτου εκεί την ημέρα του τρύγου, ή σε ένα σχετικά αβαθές σκάμμα το παραβούτο, λαξευμένο πλάι στην πιθαρόσχημη κοιλότητα, με την οποία συνδέεται μέσο ενός στενού αυλακιού για την απορροή του γλεύκους.

Για τη μεταφορά του στο σπίτι, όπου το μετάγγιζαν σε μικρά, συνήθως, βαρέλια, χρησιμοποιούσαν μεγάλα λαγήνια, τους σουρλάδες. Οι σουρλάδες εισάγονταν, αρχικά, στο νησί, αργότερα όμως άρχισαν να τους κατασκευάζουν στα τσουκαλαριά του Κότσινα. Για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο σπάσιμο των σουρλάδων, τοποθετούσαν μέσα στα κοφίνια άχυρα και χόρτα.